- συγκοπιάτης
- συγκοπ-ιάτης [ᾱ], ου, ὁ,A fellow-labourer, Sammelb.343,1990 ([place name] Alexandria).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκοπιάτης — ὁ, Α [συγκοπιῶ] αυτός που κοπιάζει μαζί με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek